διάμασχα
Смотреть что такое "διάμασχα" в других словарях:
διαμάσχαλα — και διάμασχα και διαμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπομάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
διαμάσχαλα — και διάμασχα και διαμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπομάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek