διάμασχα

διάμασχα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διάμασχα" в других словарях:

  • διαμάσχαλα — και διάμασχα και διαμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπομάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»